- μεθεκτικόν
- μεθεκτικόςparticipating inmasc acc sgμεθεκτικόςparticipating inneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθεκτικός — μεθεκτικός, ή, όν (ΑM) [μεθεκτός] αυτός που μετέχει σε κάτι, ο μέτοχος ή ο κατάλληλος ή ικανός να μετέχει σε κάτι αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεθεκτικόν το να μετέχει κάποιος σε κάτι, η συμμετοχή («διὰ τὶ οὐκ ἐν τόπῳ τὰ εἴδη, εἴπερ μεθεκτικὸν ὁ… … Dictionary of Greek